- αιμοκλασία
- η Ιατρ.κολλοειδοχημική διαταραχή τού αίματος, υπό μορφή κρίσεως, σε αλλεργικές καταστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + κλῶ (-άω) «σπάζω» — απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hemoclastic crisis].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοκλασικός — ή, ό [αιμοκλασία] ο σχετικός με την αιμοκλασία … Dictionary of Greek